- απάντρευτος
- -η, -οάγαμος (για άντρα και γυναίκα): Για να βοηθήσει τη μάνα του και τις αδελφές του, έμεινε απάντρευτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απάντρευτος — η, ο άγαμος, ανύπαντρος … Dictionary of Greek